βαθυκύανος

βαθυκύανος
ος , ον см. βαθιογάλαζος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βαθυκύανος" в других словарях:

  • μαβής — ιά, ί αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, βαθυκύανος, μενεξεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mavi + κατάλ. ης επιθέτων που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] …   Dictionary of Greek

  • μπλάβος — α, ο, θηλ. και η βαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw …   Dictionary of Greek

  • μπλου — ο, η, το άκλ. μπλε, σκούρος γαλάζιος, βαθυκύανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue (πρβλ. λ. μπλε)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»