βαθυκύανος
Смотреть что такое "βαθυκύανος" в других словарях:
μαβής — ιά, ί αυτός που έχει βαθύ κυανό χρώμα, βαθυκύανος, μενεξεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mavi + κατάλ. ης επιθέτων που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βυσσιν ής, θαλασσ ής)] … Dictionary of Greek
μπλάβος — α, ο, θηλ. και η βαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw … Dictionary of Greek
μπλου — ο, η, το άκλ. μπλε, σκούρος γαλάζιος, βαθυκύανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. blue (πρβλ. λ. μπλε)] … Dictionary of Greek